Γοργόνας

Γοργόνας
Γοργόνᾱς , Γοργόνη
fem acc pl
Γοργόνᾱς , Γοργόνη
fem gen sg (doric aeolic)
Γοργώ
the Gorgon
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γοργόνειο — Απεικόνιση Γοργόνας στην αρχαία ελληνική τέχνη. Στην αρχαιότερη περίοδο της τέχνης αυτής τα γ. ήταν πολύ διαδεδομένα. Όμως οι απεικονίσεις από τον 5o και τον 4o αι. π.Χ. άρχισαν να γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Καθώς μάλιστα επικρατούσε η πίστη… …   Dictionary of Greek

  • Γοργοφόνη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Δαναού και της Ελεφαντίτιδας, που παντρεύτηκε τον Πρωτέα. 2. Κόρη του Περσέα, γυναίκα του Περιήρη και μητέρα του Αφαρέα, του Τυνδάρεω, του Λεύκιππου και του Ικαρίου. Μετά τον θάνατο του Περιήρη, η Γ.… …   Dictionary of Greek

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • ακροκέραμος — Διακοσμητικό στοιχείο, πήλινο ή μαρμάρινο, που τοποθετούσαν στους αρχαίους ελληνικούς, ετρουσκικούς και ρωμαϊκούς ναούς, στις άκρες των κεραμιδιών. Με την ίδια λέξη χαρακτηρίζεται και το κεραμίδι, με το οποίο αποτελούσε ένα σώμα. Τα διακοσμητικά… …   Dictionary of Greek

  • αστεροπή — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κεβρήνα, ποτάμιου θεού, σύζυγος του Αίσακου, γιου του Πριάμου και της πρώτης συζύγου του Αρίσβης. Όταν πέθανε, τη θρήνησε τόσο ο σύζυγός της, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε πουλί. 2.… …   Dictionary of Greek

  • γοργονεία — γοργονεία, η (Α) το κοράλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον , τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ) απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών. Η ονομασία τού κοραλλιού προήλθε πιθ. από τη μορφή του, που μοιάζει με το κεφάλι τής Γοργόνας, τής Μέδουσας] …   Dictionary of Greek

  • γοργοτομία — γοργοτομία, η (Α) κόψιμο τού κεφαλιού τής Γοργόνας …   Dictionary of Greek

  • γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… …   Dictionary of Greek

  • δεικτήριον — δεικτήριον, το (Α) [δείκνυμι] 1. μέρος για έκθεση, παρουσίαση εμπορευμάτων 2. (στη Σάμο) τόπος όπου η Αθηνά έδειξε στον Περσέα ομοίωμα τής Γοργόνας 3. δείγμα …   Dictionary of Greek

  • Αερόπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κατρέα, γιου του Μίνωα, και αδελφή του Αλθαιμένη, της Κλυμένης και της Απημοσύνης. Μητέρα του Αγαμέμνονα και του Μενελάου. Ο Κατρέας, δυσπιστώντας προς την Α. και την Κλυμένη, τις δύο κόρες του που είχαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”